- ἐπιτάρροθος
- ἐπι-τάρροθος (cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιτάρροθος — ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α) 1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.) 2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση… … Dictionary of Greek
ἐπιτάρροθος — helper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταρρόθω — ἐπιτάρροθος helper masc/fem nom/voc/acc dual ἐπιτάρροθος helper masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταρρόθους — ἐπιτάρροθος helper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάρροθοι — ἐπιτάρροθος helper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάρροθον — ἐπιτάρροθος helper masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρροθος — ὁ, Α επιτάρροθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχημ. από το ἐπιτάρροθος* «βοηθός»] … Dictionary of Greek
sr-edh-, sr-et- — sr edh , sr et English meaning: to whirl, wave, boil Deutsche Übersetzung: ‘strudeln, wallen, brausen, rauschen” Note: extension from 1. ser Material: Gk. ῥόθος m. “das Wogenrauschen”, ἁλί ρροθος “meerumrauscht”, ταχύ ρροθοι… … Proto-Indo-European etymological dictionary